συφορβῷ

συφορβῷ
συφορβός
swineherd
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συφορβώ — έω, Α βλ. συοφορβοῡμαι …   Dictionary of Greek

  • συοφορβούμαι — έομαι και τ. ενεργ. συφορβῶ, έω, Α [συοφορβός] 1. τρέφομαι όπως οι χοίροι 2. (το ενεργ.) βόσκω χοίρους, είμαι χοιροβοσκός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”